chamaeconchy
Look at other dictionaries:
chamaeconchy — cham·ae·con·chy … English syllables
χαμαικογχία — η, Ν (παλ. τ.) ανθρωπολ. μορφή τών οφθαλμικών κογχών, κατά την οποία η διάμετρος πλάτους είναι δυσανάλογα μεγάλη προς την διάμετρο ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chamaeconchy < χαμ(αι) * + κόγχη] … Dictionary of Greek